dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παγιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τσακωμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
τσάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιχμαλωτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συλλαμβάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)