dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
ευκλείδειος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
euklidisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)