dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαλακώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erweichen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απαλύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erweichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαλάκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erweichen
Ⓦ
Ⓖ
…