dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικονομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschwinglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικονομικά προσιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschwinglich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσιτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschwinglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)