dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φρεσκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfrischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξανανιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfrischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φρεσκάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erfrischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δροσίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfrischen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δροσίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erfrischen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)