dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντιλαμβάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαβλέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξετάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατανόηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατανοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μελετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εννοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταλαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsehen
Ⓦ
Ⓖ
…