dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einprägen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εντυπώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einprägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποτύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einprägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καταχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einprägen
Ⓦ
Ⓖ
…