dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συναρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)