dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εντάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταχτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)