dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισάγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προλογίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)