dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λιπαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαδώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γρασάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einfetten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γρασάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfetten
Ⓦ
Ⓖ
…