dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsickern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρρέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchsickern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)