dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διπρόσωπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
doppelzüngig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)