dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
λιποτακτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
desertieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιποταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Desertieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιποταχτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
desertieren
Ⓦ
Ⓖ
…