dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποκλείω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
boykottieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μποϊκοτάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
boykottieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μποϋκοτάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
boykottieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποκλείω εμπορικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
boykottieren
Ⓦ
Ⓖ
…