dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αποκλειόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blockiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κατειλημμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blockiert
Ⓦ
Ⓖ
…