dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κοιτάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blicken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρίχνω μια ματιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blicken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)