dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beurteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκτιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beurteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)