dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
επηρεασμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betroffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θιγμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betroffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
χτυπήθηκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betroffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ενδιαφερόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Betroffene
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ζημιωθείς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Betroffene
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ζημιωθείσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betroffene
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συγκλονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betroffenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
σεισμόπληκτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vom Erdbeben betroffen
Ⓦ
Ⓖ
…