dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τιμωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestrafen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κολάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestrafen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)