dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εξουσιοδοτημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δικαιολογημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δικαιωματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
με δικαίωμα ψήφου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstimmungsberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δικαιούχος αξίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anspruchsberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δικαιούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berechtigt sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berechtigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berechtigter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δικαιούμενος διαπαιδαγώγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erziehungsberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ισόνομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gleichberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δικαιούμενος ψήφου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stimmberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
με δικαίωμα ψήφου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stimmberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδικαιολόγητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unberechtigt
Ⓦ
Ⓖ
…