dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ομολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bekennen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναγνωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bekennen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)