dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δριμύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τσουχτερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καυτερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δηκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαπεραστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
πιπεράτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φαρμακερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαρκαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beißend
Ⓦ
Ⓖ
…