dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
προικισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begabt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ιδιοφυής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begabt
Ⓦ
Ⓖ
…
ταλαντούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begabt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)