dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σκόπιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
εκούσια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
εκουσίως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ηθελημένα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)