dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ενεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auswirken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
έχω επίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auswirken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)