dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διάλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκαταλείπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκθέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)