dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καθοριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlaggebend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlaggebend
Ⓦ
Ⓖ
…