dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
αποδοκιμάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αποδοκιμαστικό σφύριγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γιουχαΐζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω με τις λεμονόκουπες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…