dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βγαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπορεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποθέτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποτελώ συνέχεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σβήνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τελειώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)