dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επισκέπτομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πηγαίνω να δω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συχνάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψάχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsuchen
Ⓦ
Ⓖ
…