dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναχαιτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χρονοτριβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αργοπορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμένω σε
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κρατώ ανοιχτό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χασομερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)