dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αγκιστρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψαρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
ερασιτεχνική αλιεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
ψάρεμα με καλάμι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαντζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψάρεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Angeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)