dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρασκευάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φτιάχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)