dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
άγαμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alleinstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
ανύπαντρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alleinstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαγκούφης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alleinstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)