dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εναλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ποικίλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παραλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)