dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πλένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwaschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πλύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abwaschen
Ⓦ
Ⓖ
…