dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
περιπετειώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abenteuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
τυχοδιωκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abenteuerlich
Ⓦ
Ⓖ
…