dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πρόσβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zutritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
είσοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zutritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)