dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καταφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
άσυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zuflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αραξοβόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καταφύγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσφυγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zuflucht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)