dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διάστημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitraum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitraum
Ⓦ
Ⓖ
…
χρονικό διάστημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zeitraum
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)