dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οικονομικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οικονομολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οικονομική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικονομική επιστήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
γεωργική επιστήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Landwirtschaftswissenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
οικονομολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wirtschaftswissenschaftler
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
οικονομολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wirtschaftswissenschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…