dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αλληλεξάρτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wechselbeziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αλληλεπίδραση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wechselbeziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσχέτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wechselbeziehung
Ⓦ
Ⓖ
…