dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θαλάσσιο σπορ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wassersport
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
θαλάσσια αγωνίσματα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wassersport
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)