dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
προσκύνημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wallfahrtsort
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
τόπος προσκυνήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wallfahrtsort
Ⓦ
Ⓖ
…