dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δασοκομική πρακτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Waldwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δασική οικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Waldwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δασοπονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Waldwirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…