dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μοχλός ανάπτυξης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wachstumstreiber
Ⓦ
Ⓖ
…