dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αρετή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προνόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρέφα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπεροχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλεονέκτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
προτέρημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)