dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ορμιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorfach
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ορμίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorfach
Ⓦ
Ⓖ
…