dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
προνοητικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Voraussicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρόβλεψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Voraussicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)